- μπατιρίζω
- βλ. μπατίρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπατίρω — και μπατιρίζω 1. χρεωκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά, μένω αδέκαρος 2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά 3. μτφ. παθαίνω σωματική κατάρρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batirmak] … Dictionary of Greek